Το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται αντιμέτωπο με ασυνήθιστα ερωτήματα για συνέδριο κόμματος. Έχουν νόημα οι διαδικασίες ρουτίνας οι γνωστές θέσεις που θα επαναληφθούν; Οι εκλογές οργάνων όπου τα ίδια πρόσωπα θα παίζουν τους ίδιους περίπου ρόλους; Όταν όλα αλλάζουν, μπορεί να είναι επιδίωξη του κόμματος να μην αλλάξει τίποτα;
Υπάρχουν περιθώρια ανάκαμψης για το ΠΑΣΟΚ; Οι αριθμοί δείχνουν το αντίθετο. Το 5% περίπου των ψήφων στις εκλογές, το 3% περίπου στις σφυγμομετρήσεις είναι αποδείξεις περιθωριοποίησης. Τα μηνύματα, τα πρόσωπα, οι δράσεις του κόμματος προκαλούν ελάχιστη προσοχή ούτε καν πια περιέργεια. Τα στελέχη προσπαθούν να αναδειχθούν, αλλά μένουν σταθερά στο δεύτερο πλάνο λίγο πιο σημαντικοί από τους ασήμαντους.
Υπάρχουν μερικά αναμφισβήτητα δεδομένα. Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε το 2010 η κρίση χρέους το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να αναδείξει ιδέες, απόψεις, ένα σχέδιο για το μέλλον. Το ΠΑΣΟΚ αυτοχαρακτηρίστηκε ως θύμα, μάλιστα «ως θύμα των κυβερνήσεων των τελευταία τριάντα ετών», δηλαδή και των δικών του κυβερνήσεων. Αποσιώπησε στην κυριολεξία τη δική του σημαντική προσφορά, τα χρόνια της ανάπτυξης, τους υψηλούς ρυθμούς επενδύσεων, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταύτισε τις κυβερνήσεις του με εκείνες της Νέας Δημοκρατίας που προκάλεσαν την καταστροφή. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με την ανάγκη της χρηματοδότησης από την Ευρωζώνη έχασε πολύτιμο χρόνο κυνηγώντας χίμαιρες. Αυτοπαρουσιάστηκε μετά ως υποχρεωμένο να εκτελεί τις προσταγές της τρόικας.
Έλειψε η πολιτική ερμηνεία των γεγονότων. Έλειψε η επισήμανση των αδυναμιών της χώρας. Δεν θίχτηκαν τα πιο σημαντικά προβλήματα του τόπου, η χαμηλή παραγωγικότητα, το πελατειακό κράτος, οι συντεχνιακές πρακτικές. Δεν ενέπνευσε. Δεν έπεισε. Οι πολίτες ζήτησαν αλλού τις λύσεις.
Στη διάρκεια της κρίσης η Αριστερά συνέκλινε με τη Δεξιά στη χρήση ενός εθνικιστικού λόγου, ασπάστηκε αντιλήψεις και εκφράσεις της εθνικιστικής και αντιευρωπαϊκής Δεξιάς. Επικαλέστηκε την ανάγκη σωτηρίας της πατρίδας από τους ευρωπαίους και τους ντόπιους υπηρέτες των μνημονίων. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε σε ομιλίες του πολύ χαρακτηριστικά ότι μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, οι Έλληνες «θα παίζουν τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη». Αυτό βέβαια δεν συνέβη. Οι ισχυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμιά σχέση με τον κριτικό λόγο της Αριστεράς. Είναι εθνικιστικοί κομπασμοί του 19ου αιώνα. Το αντιμνημονιακό αφήγημα συμπλέχθηκε με την εθνικολαϊκιστική ατζέντα για να παρασχεθεί η απαραίτητα κάλυψη στη συνεργασία με τη Δεξιά, τους Ανεξάρτητους Έλληνες (ΑΝΕΛ), και στην προσέλκυση των ξενόφοβων και αντίθετων με την ευρωπαϊκή πορεία ψηφοφόρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει το πολιτικό σύστημα να έχει εφεξής δύο κύριους άξονες, τον ίδιο και την παραδοσιακή Δεξιά. Η κατανομή των πολιτικών δυνάμεων σε δύο κυρίαρχες παρατάξεις ενισχύει την ανελαστικότητα του συστήματος, τη συνεχή αντιπαλότητα στην πολιτική ζωή και τις δογματικές αντιπαραθέσεις. Η δημοκρατία λειτουργεί ομαλά όταν είναι δυνατή και η ανάδειξη νέων δυνάμεων, οι περισσότερες απόψεις, οι ευρύτερες συνεργασίες, ο δημιουργικός πλουραλισμός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει την πολιτική του ως την αριστερή εναλλακτική λύση στις υποτελείς στα ευρωπαϊκά συμφέροντα σοσιαλδημοκρατικές και νεοφιλελεύθερες απόψεις. Το ποια ακριβώς είναι αυτή η αριστερή εναλλαγή που πρεσβεύει παραμένει εξαιρετικά ασαφές. Πέρα από μερικά γνωστά συνθήματα, όπως το όχι στις ιδιωτικοποιήσεις, το υπόλοιπο των επιδιώξεών του δεν αποτελεί ένα συγκροτημένο σύνολο ικανό να χαράξει την διέξοδο από την οικονομική κρίση. Είναι ένα αμάλγαμα αντιλήψεων και αιτημάτων ισχυρών κοινωνικών ομάδων, όπως των εργαζομένων στις δημόσιες επιχειρήσεις. Πρώτη επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η βελτίωση των οικονομικών απολαβών των κλάδων που τον στηρίζουν. Παράδειγμα αποτελεί η συλλογική σύμβαση της ΔΕΗ η οποία παρέχει στους εργαζόμενους της επιχείρησης σειρά από επιδόματα που αυξάνουν τις αμοιβές τους κατά 10% περίπου. Θέματα όπως η αύξηση των επενδύσεων, η αφιέρωση πόρων για τις υποδομές, η εισαγωγή τεχνολογιών για την αύξηση της παραγωγικότητας, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, νέες μορφές εκπαίδευσης, δεν ενδιαφέρουν το ΣΥΡΙΖΑ.
Η στάση της νέας κυβέρνησης στη στελέχωση των κρισίμων θεμάτων του δημόσιου τομέα δεν είναι διαφορετική εκείνης που ακολουθούσαν οι νεοεκλεγόμενες συντηρητικές κυβερνήσεις. Ακολουθεί την παραδοσιακή πελατειακή πολιτική. Στρέφεται είτε σ’ αυτούς που είχαν εργαστεί για την επιτυχία του κόμματος είτε σε πρόσωπα που είχαν δουλέψει σε διάφορα δημόσια πόστα και την τελευταία στιγμή ανέβηκαν στο τρένο του ΣΥΡΙΖΑ. Γνώση, εμπειρία ικανότητα ελάχιστα ενδιαφέρουν.
Εθνικολαϊκισμός, πελατειακή και συντεχνιακή πολιτική, δημαγωγία και υποσχέσεις δεν συνιστούν μια βιώσιμη πολιτική. Ούτε αποτελεί πολιτική η συνεχής καταγγελία κατά των εταίρων μας στην Ένωση, ότι μας απειλούν «με ασφυξία» ή ότι πραγματοποιούν «κοινωνική γενοκτονία». Η καλλιεργούμενη απομόνωση δεν θα συμβάλει στην υπέρβαση της υστέρησης της χώρας. Δεν θα επιτρέψει την αντιμετώπιση των συνεπειών της παρακμής του κράτους-έθνους λόγω της παγκοσμιοποίησης. Η ελληνική πολιτική ζωή θα απασχολείται όλο και περισσότερο με τις αντιπαραθέσεις των κοινωνικών ομάδων που θα υπερασπίζονται τα φθίνοντα οικονομικά προνόμιά τους στη διάρκεια του αναπόφευκτου οικονομικού κατήφορου.
Πρέπει να αποφύγουμε αυτή την εξέλιξη. Οι δυνάμεις της ανανέωσης οφείλουν να συσπειρωθούν, να ξεπεράσουν την πολυδιάσπασή τους, την εμμονή σε ιστορικά σχήματα, την πολιτική συμπεριφορά που υποτιμά τη συνεργασία και τη συνεννόηση. Ο δρόμος που θα μας απελευθερώσει από τη σημερινή καθήλωση προϋποθέτει νέες ιδέες, νέες προτάσεις, νέες πρωτοβουλίες, ένα κίνημα ανατροπής. Η λέξη ανατροπή δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς συσχετισμούς που δημιούργησαν η παραδοσιακή Δεξιά και η εθνικολαϊκιστική Αριστερά. Σχετίζεται με επικρατούσες νοοτροπίες, συμπεριφορές, την ανειλικρίνεια του λόγου, την αποσιώπηση της πραγματικότητας την προβολή ανέφικτων στόχων, τη συγκάλυψη υποχωρήσεων και μεταβολών. Αφορά το πολιτικό περιβάλλον που καλλιεργεί μια εξωπραγματική εικόνα για τη χώρα, φαντασιακές δυνατότητες και επιδιώξεις που την καθηλώνουν στην υστέρηση και την απομακρύνουν από μια δημιουργική ευρωπαϊκή συνεργασία. Οι μεταρρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες για τη χώρα, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν παρά εάν αποτελέσουν πεποίθηση των πολιτών.
Το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να αντιμετωπίσει με ριζοσπαστικό τρόπο την κατάσταση. Αν ακολουθήσει την πάγια πρακτική, δηλαδή την κατανομή των θέσεων και εξουσιών και τη συνέχιση της ρουτίνας της κομματικής δουλειάς, θα επιταχύνει τη μετατροπή του κόμματος σε μια περιθωριακή ομάδα. Τους πολίτες ενδιαφέρει αν το κόμμα είναι σε θέση να συσπειρώσει το σύνολο της κεντροαριστεράς και να αποκτήσει τη δυνατότητα ανατροπής του διαμορφούμενου νέου διπολισμού. Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσει το Συνέδριο. Να βρει τους τρόπους ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο κίνημα όλων εκείνων που απαρνούνται την εθνικιστική συντηρητική Δεξιά, την εθνικολαϊκιστική Αριστερά και τις συντεχνιακές και πελατειακές νοοτροπίες των κατεστημένων συμφερόντων.
Από μας εξαρτάται αν θα έχουμε την έμπνευση και το θάρρος για τον καινούργιο δρόμο που επιβάλουν οι περιστάσεις. Αν ακολουθήσουμε τις ξεπερασμένες συνήθειές μας, η σημερινή αδιαφορία και απόρριψη δεν θα είναι πια αναστρέψιμη. Αν όμως γίνουμε φορείς ενός μηνύματος αναγέννησης του τόπου, συμμαχητές για μια δημοκρατική κοινωνία αλληλεγγύης, συμμέτοχοι στην προσπάθεια για οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη και υποστηρικτές σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αναμόρφωση της Ένωσης θα έχουμε ανταποκριθεί στην ιστορία μας και τις προσδοκίες του λαού μας.