Ομιλία του Κώστα Σημίτη στο Προγραμματικό Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης

Ομιλία του Κώστα Σημίτη στο Προγραμματικό Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης

Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη με προσκάλεσε να παραβρεθώ στη Συνδιάσκεψή της και να συμβάλω στη συζήτηση.  Ανταποκρίνομαι με χαρά στην πρόσκλησή της.  Πιστεύω ότι η Συνδιάσκεψη είναι μια ευκαιρία για τη διαμόρφωση θέσεων και κυρίως συσπείρωσης όσων θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μια ενιαία ισχυρή μεταρρυθμιστική δύναμη στη χώρα.  Μια τέτοια δύναμη είναι αναγκαία αφού το 70% των πολιτών δηλώνει στις δημοσκοπήσεις ότι η πορεία της χώρας ακολουθεί λάθος κατεύθυνση.

Φίλες και φίλοι,

Η συστηματική παραπληροφόρηση έχει δημιουργήσει στην πλειοψηφία της κοινωνίας την εντύπωση ότι παρά την ανησυχητική μέχρι τώρα πορεία, η επάνοδος σε μια περίοδο σταθερής ανάπτυξης δεν είναι μακριά.  Τα μνημόνια τελειώνουν –λένε-  και μαζί τους η επιτήρηση της χώρας, η ανάμειξη των δανειστών στα πράγματά μας, οι υψηλές φορολογίες και όσα μας βασανίζουν καθημερινά.

Πρόκειται για μια ελπίδα, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθεί.  Τα γνωστά προβλήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν έντονα.

Με άλλα λόγια η χώρα θα βρίσκεται σε στενωπό και τα προσεχή χρόνια.  Η πρόσβασή μας στο ξέφωτο δεν είναι νομοτελειακή.  Απαιτεί σχέδιο, προσπάθεια, κυρίως όμως απαιτεί ευθύνη – από την κυβέρνηση και από τα κόμματα.  Στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου ο κάθε φορέας πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Η χώρα δεν περνά μια περιστασιακή δυσκολία.  Ζει σε μία περίοδο κατά την οποία η παγκοσμιοποίηση και τα αναπόφευκτα αποτελέσματά της, όπως και η ευρωπαϊκή ενοποίηση καθορίζουν τις εξελίξεις.  Η χώρα πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων αν θέλει να αποφύγει την περιθωριοποίηση.  Η ευθύνη της κάθε κυβέρνησης είναι ιστορική.

Ας δούμε χωρίς ωραιοποιήσεις την εικόνα της πραγματικότητας:

Η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 (για μια περίοδο δηλαδή που εκτείνεται μετά το τέλος του μνημονίου) συνεπάγεται ανυπέρβλητες δυσκολίες για τους πολίτες κι ένα δυσμενές πλαίσιο για την προσπάθεια της ανάπτυξης.

Αλλά και η υπόδειξη του Eurogroup  για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2% από το 2022 ως το 2060, επίσης συνεπάγεται δυσκολίες στην εμπέδωση συνθηκών ανάπτυξης.  Η χώρα μας θα συνεχίσει να σέρνεται.

Κατά τις διαπιστώσεις ξένων ερευνητών, ειδικευμένων σε μελέτη κρίσεων, η ρύθμιση του ελληνικού χρέους, που πρόκειται να συζητηθεί ουσιαστικά μετά το τέλος του Μνημονίου τον Ιούλιο του 2018 πρέπει να ολοκληρωθεί το δυνατόν ταχύτερα ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και των αποταμιευτών.  Χωρίς επάνοδο της εμπιστοσύνης η κρίση θα συνεχίζεται.  Πώς όμως θα επανέλθει η εμπιστοσύνη όταν επικρατεί στη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι η Ελλάδα είτε αμφισβητεί τα συμφωνηθέντα είτε καθυστερεί την εκτέλεσή τους;  Το τι θα συμβεί με το χρέος στο μέλλον είναι επίσης ασαφές.  Θα υπάρξει μια συμφωνία τον Ιούλιο του 2018, η οποία θα εξειδικεύει οριστικά τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ή θα προβλεφθεί μια σταδιακή αντιμετώπιση του χρέους, ώστε να υπάρχει τόσο η δυνατότητα προσαρμογής στις εξελίξεις όσο και η δυνατότητα πίεσης για να πειθαρχεί η χώρα μας;

Οι έρευνες διαπιστώνουν επίσης ότι η προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές για τον περαιτέρω δανεισμό της, μετά τη λήξη του μνημονίου, που θεωρείται ως αυτονόητη εξέλιξη, είναι δυνατόν να επιβαρύνει την Ελλάδα με τόσο υψηλά επιτόκια, ώστε η επάνοδος στην ομαλότητα να είναι αμφίβολη.  Η Ελλάδα θα σέρνεται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης που δεν θα επιτρέπει την αποφασιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της.  Χρειάζεται επομένως η διαμόρφωση ενός προγράμματος μείωσης του χρέους και ταυτόχρονα ένα σχέδιο συμπαράστασης από την Ευρωζώνη σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων.  Τότε μόνο το χρέος θα είναι βιώσιμο.  Το πρόβλημα άρα δεν έχει λυθεί.  Το τέλος του τρίτου μνημονίου το 2018 θα ακολουθήσουν νέες διαπραγματεύσεις και νέες συμφωνίες που πιθανότατα θα συνεπάγονται την αυστηρή παρακολούθηση της χώρας από το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης (ESM) και το ΔΝΤ.

Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί μας διαβεβαίωναν, ότι η τελευταία απόφαση του Eurogroup είναι, χρησιμοποιώ τα λόγια τους, «καθοριστικό βήμα για έξοδο από τα μνημόνια, απόκτηση της δημοσιονομικής κυριαρχίας και επίτευξη δίκαιης και διατηρήσιμης ανάπτυξης».  Όμως από την απόφαση προκύπτει ότι οι Ευρωπαίοι επιφυλάσσονται να δεσμευθούν στα πιο σοβαρά θέματα.  Παράδειγμα αποτελεί η μελλοντική ρύθμιση ελάφρυνσης του χρέους.  Παραμένει τελείως αβέβαιη.  Ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες διαπίστωσε ότι «τα μελλοντικά σενάρια δεν άλλαξαν..  Η επιλογή για τους Έλληνες παραμένει η ίδια.  Είτε θα χρειαστούν ένα δραστικό σχέδιο μείωσης του χρέους για να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές με βιώσιμο χαμηλό επιτόκιο.  Είτε θα είναι απαραίτητο ένα τέταρτο πακέτο χρηματοδοτικής βοήθειας».  Γενική είναι επίσης η διαπίστωση ότι το ΔΝΤ συνεχίζει σταθερά να υποστηρίζει την άποψη ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και χρειάζονται σημαντικές παρεμβάσεις για να καταστεί δυνατή η εξόφλησή του, με άλλα λόγια είναι απαραίτητα και άλλα μέτρα.  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τέλος στην έκθεσή της για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δηλαδή πριν δύο εβδομάδες περίπου, υπογραμμίζει ότι η βιωσιμότητα του χρέους είναι αμφίβολη και ζητά «πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης τους χρέους».

Η χώρα χρειάζεται για να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα προβλήματα μια ηγεσία που να είναι σε θέση να εξασφαλίσει εμπιστοσύνη και συνεννόηση, μια ηγεσία που θα έχει τη γνώση και την ικανότητα για τον χειρισμό της κατάστασης.  Κατά την άποψη που κυριαρχεί στην κοινή γνώμη οι μέχρι τώρα ηγεσίες απέτυχαν.  Το 80% περίπου των ερωτωμένων εκφράζονται γι’ αυτές αρνητικά, όπως διαπιστώνουν οι δημοσκοπήσεις.

Το πρόβλημα της αντιμετώπισης του χρέους και της κρίσης συνδέεται με ένα άλλο θέμα, το οποίο πολλοί από μας αρνούνται να παραδεχθούν.  Συνδέεται με την αποξένωση ενός μεγάλου τμήματος των πολιτών από τα παραδοσιακά κόμματα, τις ηγεσίες τους και την τυποποιημένη πολιτική συμπεριφορά τους.  Η συνεχής ακραία πολιτική αντιπαράθεση, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, η διαπίστωση ότι τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά από τις επίσημες δηλώσεις και τις ανεπίσημες διαδόσεις, έχουν δημιουργήσει την πεποίθηση ότι οι υπάρχουσες ηγεσίες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες.  Κυριαρχεί απογοήτευση, άρνηση και θυμός.  Συμπεριφορές διαμαρτυρίας, όπως το «δεν πληρώνω» ή και απόρριψης των κανόνων συμβίωσης, όπως είναι οι καταλήψεις κτιρίων, αποτελούν πια μόνιμα φαινόμενα.

Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη, η συνεργασία με τις άλλες χώρες της Ένωσης για την εξεύρεση λύσεων αμφισβητείται.  Το 42% περίπου των ερωτωμένων στις δημοσκοπήσεις θεωρούν ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας κρατούν εκδικητική στάση προς την Ελλάδα.  Γιατί;  Γιατί οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας ακολούθησαν κατά κανόνα σταθερά την τακτική να επιρρίπτουν σε άλλους τις ευθύνες για τις εξελίξεις.  Βεβαίως υπήρχαν και υπάρχουν ευθύνες στους εταίρους μας.  Παράδειγμα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% για περισσότερα χρόνια που υποχρεώθηκε η Ελλάδα τώρα να αποδεχθεί.  Είναι μάλλον ένας ανέφικτος στόχος όπως επισήμαναν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.  Οι υπάρχουσες δυσκολίες στις σχέσεις με την Ένωση θα είχαν αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό όμως, αν οι ηγεσίες της χώρας είχαν γνώση και πείρα των διαδικασιών, απέφευγαν να δίνουν περιττά μαθήματα στις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και δεν προσπαθούσαν να ψηφοθηρούν στο εσωτερικό με δήθεν μάχες στο εξωτερικό και την αναβολή της εφαρμογής των όσων είχαν συμφωνηθεί.

Η κρίση επομένως είναι και θα είναι παρούσα.  Και η πολιτική τώρα απαιτεί:  καθαρή ματιά στην ανάγνωση της πραγματικότητας, ικανότητα ενόρασης της επόμενης μέρας και συγκροτημένη, συνεκτική παρέμβαση.

Η ελληνική πολιτική ζωή δεν μπόρεσε όμως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές.  Η κρίση διαχύθηκε και δηλητηρίασε το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.  Επικράτησαν η ακραία αντιπαλότητα, οι ατεκμηρίωτες υποσχέσεις, που βεβαίως διαψεύσθηκαν, η παραποίηση στατιστικών στοιχείων για την συγκάλυψη των λαθών και η έλλειψη συναισθήματος ευθύνης απέναντι στους πολίτες και τις διεθνείς υποχρεώσεις.  Οι συνθήκες δημιουργικού διαλόγου έχουν εκλείψει μολονότι οι περιστάσεις απαιτούν μια ευρύτερη κοινή προσπάθεια.

Το πρόβλημα δυσκολίας στη συνεννόηση, δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Κεντροαριστερά.

Υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές που δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή οργανωμένη δράση.  Δεν υπάρχει συναντίληψη για το τι πρέπει να γίνει ούτε για τώρα αλλά ούτε και για αργότερα.  Κυριαρχεί ο βραχυπρόθεσμος ανταγωνισμός αντί για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.  Υπό τις συνθήκες αυτές, τονίζω με λύπη, δεν θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε στην ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης και των συνεπειών της.  Θα ασχολούμαστε με θέματα της στιγμής, θα καταναλωνόμαστε σε αντιπαραθέσεις για βραχυχρόνια αλλά σημαντικά για ψηφοθηρία προβλήματα και όχι για αναγκαίες τομές και υπέρβαση των συντεχνιακών, λαϊκιστικών και τοπικιστικών συμπεριφορών.  Επικρατεί και η αφέλεια, ότι κάθε ομάδα η συσπείρωση διαθέτει την αναγκαία γνώση και πείρα ώστε να λύσουν τα προβλήματα.  Στην πραγματικότητα ούτε και όλοι μαζί, χωρίς άνοιγμα προς την κοινωνία, δεν θα μπορούμε να στρατολογήσουμε τις αναγκαίες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα.  Η συνένωση, η κοινή πορεία και προσπάθεια, η στράτευση νέων προσώπων, η συνεχής επαφή με την κοινωνία είναι βασικές προϋποθέσεις για να συμβάλουμε στην υπέρβαση της κρίσης.  Πιστεύει κάποιος ότι μπορούμε να υπερβούμε την απορριπτική στάση μιας πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας παρουσιάζοντας περισσότερους πολέμαρχους, αντιμαχόμενους για το μέλλον της χώρας και το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε;

Η παρατεινόμενη επί μήνες τώρα συζήτηση πότε θα πραγματοποιηθεί η οργάνωση ενός ευρύτερου σχήματος, δείχνει στους πολίτες ότι οι υπεύθυνοι δεν έχουν αντιληφθεί την επιταγή των καιρών.  Το κύριο θέμα είναι η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση χωρίς διαχωριστικές γραμμές, χωρίς συζητήσεις για το ποιος προσχώρησε σε ποιόν για το ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται να επικαλείται το παρελθόν.  Είναι γι’ αυτό κατανοητό ότι σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση το 64% των αυτοτοποθετούμενων στο χώρο τη Κεντροαριστεράς θεωρεί σκόπιμο τη δημιουργία ενός κόμματος από νέους ηλικιακά και από νέα πρόσωπα στην πολιτική. Ίσως η δημοσκόπηση αυτή εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα.  Νέα κόμματα δεν προέρχονται από το μηδέν. Χτίζονται σε προσπάθειες και απόψεις που υπάρχουν ήδη.  Αλλά η δημοσκόπηση επιβεβαιώνει την επικρατούσα αίσθηση ότι επιβάλλεται αλλαγή, μια νέα προσπάθεια απελευθερωμένη από δεσμεύσεις του παρελθόντος.  Εδώ και τώρα πρέπει να λύσουμε το πρόβλημά μας.  Να προσδιορίσουμε το μέλλον σε αντιπαράθεση με το σήμερα και το παρελθόν.  Να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις που θέλουν να υπάρξει προοπτική για τη χώρα στο σύγχρονο κόσμο.

Η ελληνική κοινωνία και πολιτική ζωή έχουν ανάγκη από μια δύναμη εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης που μάχεται τη συντηρητική στασιμότητα, τις χωρίς σχέση με την πραγματικότητα ιδεολογικές φαντασιώσεις μιας αυτοαποκαλούμενης αριστεράς και την εθνικολαϊκιστική νοοτροπία και πολιτική που στοχεύει αποκλειστικά στην παραμονή και εκμετάλλευση της εξουσίας.  Η χώρα έχει την ανάγκη να πληροφορηθεί την αλήθεια, τους εφικτούς δρόμους ανάπτυξης, τις υπάρχουσες ή αναμενόμενες αντιδράσεις, τα εμπόδια, τις δυνατότητες επιλογών, να αισθανθεί ότι υπάρχει ρεύμα με γνώση και δύναμη για να ανατρέψει την χωρίς τέλος πορεία στα όρια της ύφεσης με άγνωστη κατάληξη.  Πιστεύω ότι μπορούμε να το πετύχουμε αν πραγματικά το θελήσουμε.  Να προσπαθήσουμε αποφασιστικά τώρα.