«Η Ευρώπη είναι παγκόσμια δύναμη» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/3/2020)

«Η Ευρώπη είναι παγκόσμια δύναμη» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/3/2020)

Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Πραγματικότητα, Επιδιώξεις και Δυνατότητες.
του Κώστα Σημίτη

Η αναγκαιότητα της όλο και πιο στενής συνεργασίας του ευρωπαϊκού χώρου δεν είναι μόνο μέσο ταχύτερης ανάπτυξής του αλλά επιβεβλημένη.  Στις παγκόσμιες εξελίξεις έχουν αναδειχθεί τρεις πρωταγωνιστές, οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία.  Η Ευρώπη αν θέλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία της πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προασπίζει τα συμφέροντα της στον διεθνή ανταγωνισμό που θα είναι όλο και πιο έντονος.  Η ενοποίηση της εξασφαλίζει την αναγκαία δύναμη.

Ουσιαστικό εμπόδιο στην πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ο κανόνας, ότι οι αποφάσεις της Ένωσης προϋποθέτουν την ομοφωνία όλων των κρατών μελών.  Όταν υπάρχουν 28 μέλη θα υπάρχει πάντα ένα μέλος το οποίο θα διαφωνεί ή δεν θα συμφωνεί για να προωθηθούν ρυθμίσεις που αυτός επιθυμεί.  Το αποτέλεσμα του κανόνα είναι η αδυναμία της Ένωσης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα. Γι’ αυτό θα πρέπει να ορισθεί μια νέα διαδικασία λήψεως αποφάσεων, η οποία θα επιτρέπει σε μια ισχυρή πλειοψηφία να πραγματοποιεί τις αποφάσεις.  Σκόπιμο επίσης είναι να υπάρξει η δυνατότητα της δημιουργία ομάδων κρατών πέραν του κοινού πλαισίου που θα ισχύει για όλους.  Ειδικές ομάδες θα είναι δυνατές και σκόπιμες, μεταξύ άλλων, στα θέματα άμυνας, ρύθμισης του μεταναστευτικού, βιομηχανικής πολιτικής, κοινών τεχνολογικών επιδιώξεων και παιδείας.

Με το σημερινό σύστημα μια χώρα πρέπει να είναι πλήρες μέλος με δικαίωμα ψήφου σε όλα τα θέματα και να συμμετέχει σε όλες τις προσπάθειες για την πρόοδο της ενοποίησης και αν ακόμη δεν ενδιαφέρεται.  Είναι δηλαδή αντιμέτωπη με την επιλογή η όλα ή τίποτα.  Σκοπιμότερο θα ήταν η συμμετοχή στην Ένωση να είναι αναγκαία σε ορισμένα βασικά θέματα αλλά σε ορισμένα άλλα προαιρετική.  Η συμμετοχή στην ενιαία αγορά να είναι επιβεβλημένη αλλά η συμμετοχή π.χ. σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα να είναι προαιρετική.

Σήμερα, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της νέας προέδρου της Επιτροπής, η μεταρρύθμιση της λειτουργίας της Ένωσης είναι επιθυμητή.  Το κλίμα έχει αντιστραφεί υπό την πίεση των διεθνών εξελίξεων.  Θα αναφέρω ένα παράδειγμα.  Η Γερμανία και η Γαλλία αποφάσισαν τώρα να κατασκευάσουν ένα μαχητικό αεροπλάνο και να μη προβούν στην αγορά του αμερικανικού F35, όπως επίσης διαπιστώνουν ότι χρειάζεται πλέον κοινός τρόπος αντιμετώπισης όχι μόνο ειδικών προβλημάτων αλλά και των γενικότερων θεμάτων που προκύπτουν λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Κίνας και Ευρώπης.   Είναι ενδεικτικό ότι τον Μάρτιο του 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με πρωτοβουλία τους αποφάσισε Κανονισμό για τον έλεγχο των «ξένων αμέσων επενδύσεων στην Ένωση».  Η θέση της Ελλάδας στο θέμα της λειτουργίας της Ένωσης δεν είναι σαφής.

Κυρίαρχο πρόβλημα είναι η ασφάλεια των κρατών-μελών της Ένωσης. Η Ευρώπη είναι μια «ένωση ασφάλειας». Βασίζεται στην αλληλοβοήθεια μεταξύ των κρατών-μελών, που υποστηρίζουν μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας.  Όμως οι απόψεις για την πολιτική ασφάλειας διαφέρουν.  Θα υπάρχει λίγο ως πολύ ταύτιση με το ΝΑΤΟ ή μία ευρωπαϊκή πολιτική ιδίως τώρα, που ο Τραμπ έχει δραστικά περιορίσει τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ένωση.  Η Γερμανία και η Γαλλία προτείνουν την σύναψη ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου Ασφαλείας. Ήδη υπάρχει συνεργασία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην Ένωση.   Η Ελλάδα δεν έχει εκδηλωθεί όσον αφορά τη θέση της για την Ένωση ασφαλείας.

Γνωστό σε όλους θέμα, που απαιτεί κοινή αντιμετώπιση, είναι η πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Η αρχή της αλληλεγγύης επιβάλλει να κατανεμηθούν τα βάρη μεταξύ των κρατών-μελών ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Υπάρχουν χώρες που διαφωνούν έντονα και οι αντιρρήσεις τους παρεμποδίζουν μια κοινά αποδεκτή  θέση.  Με δεδομένη όμως την ανάγκη να βρεθούν άμεσες λύσεις, είναι σκόπιμο και πιθανό μια ομάδα κρατών-μελών που συναισθάνονται κοινή ευθύνη να προχωρήσει στη διαμόρφωση κοινής πολιτικής.  Η Ελλάδα θα συμμετάσχει.

Το σημαντικότερο βήμα για να εξασφαλισθεί σταθερότητα και ανάπτυξη είναι η ενιαία αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, η θέσπιση της «οικονομικής διακυβέρνησης». Συνεχώς προκύπτουν προβλήματα, επειδή υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα αλλά, ταυτόχρονα, δεκαεννέα διαφορετικά δημόσια χρέη, δεκαεννέα φορολογικά συστήματα, τα οποία ανταγωνίζονται το ένα το άλλο με δεκαεννέα διαφορετικές προσεγγίσεις στα θέματα της ανάπτυξης. Σε αναρίθμητες δηλώσεις και άρθρα, πολιτικοί και οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι αναγκαία η θέσπιση μιας «οικονομικής κυβέρνησης» ή ο ορισμός ενός «υπουργού Οικονομικών» της Ευρωζώνης. Το νέο αυτό όργανο θα πρέπει να διαθέτει την πολιτική εξουσία για τον συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, την επιβολή των κανόνων των Συνθηκών και την αντιμετώπιση των περιφερειακών κλυδωνισμών. Πολλοί πιστεύουν επίσης ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να έχει δικό της προϋπολογισμό για να στηρίξει την ανάπτυξη. Τα κεφάλαια θα προέρχονται από ένα ποσοστό του φόρου που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στα κράτη-μέλη.  

Δυσκολίες για κοινή αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων προκύπτουν από το γεγονός, ότι η δομή των οικονομιών διαφέρει. Τα επίπεδα ανάπτυξης επίσης όπως και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν στις εξελίξεις.  Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι η υποχώρηση της βιομηχανικής δραστηριότητας την περίοδο 2000-2017 ήταν περίπου 3% σε όλη των Ένωση εκτός από τη Γερμανία το ποσοστό της οποίας παρέμεινε σταθερό στο 20% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.  Ας σημειωθεί ότι στην Ένωση δεν υπάρχει κοινή βιομηχανική πολιτική με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν π.χ. είναι να αντιμετωπισθεί ο ισχυρός ανταγωνισμός της Κίνας.

Κατά την οικονομική κρίση την περίοδο 2010-2014 ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν ήταν πια σε θέση να εξοφλήσουν τις οφειλές τους και υποχρεώθηκαν από την Ένωση να ακολουθήσουν μια σταθεροποιητική πολιτική περιορίζοντας αισθητά τις δαπάνες τους.  Η κρίση μπορούσε σύμφωνα με παράγοντες της Ένωσης να αντιμετωπισθεί πιο αποτελεσματικά εάν υπήρχε μια τραπεζική ένωση και μια ενιαία κεφαλαιαγορά.  Θα προσέθετα, ότι η κρίση βέβαια θα ήταν αισθητά πιο περιορισμένη στην Ελλάδα αν η ελληνική κυβέρνηση του 2007 και μετά δεν αύξανε αλόγιστα το έλλειμα της χώρας.

Διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης συνεπάγονται και διαφορές στις δυνατότητες απασχόλησης.  Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές οι νέοι κάτω των 25 ετών χωρίς απασχόληση και χωρίς ειδίκευση είναι περισσότεροι στην νότια Ευρώπη γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη μετανάστευσή τους προς πιο αναπτυγμένες χώρες.  Το Δεκέμβριο του 2018 το ποσοστό ανεργίας στους νέους κάτω των 25 ετών ήταν στην Ελλάδα 39,5%, στην Ιταλία 32%, στην Ισπανία 32,6% ενώ στη Γερμανία 6%.

Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αποκτήσει εντονότερο κοινωνικό χαρακτήρα. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτούνται αλλαγές στις επιδιώξεις της, στον τρόπο λειτουργίας της, η μετεξέλιξή της.   Η μετεξέλιξη θα πρέπει να οδηγήσει στην αναγκαία μεταφορά πόρων από το ανεπτυγμένο κέντρο προς την περιφέρεια που υστερεί, στην προώθηση επενδύσεων για την καταπολέμηση της ανεργίας, στη διαμόρφωση πολιτικών κοινωνικής αλληλεγγύης που θα στηρίζονται σε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική. Η πορεία της Ένωσης μέχρι σήμερα καθορίσθηκε από το παράδειγμα της Γερμανίας, που επέμενε και επιμένει να μην υπάρχουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, δηλαδή ελλείμματα στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.

Ας σημειωθεί επίσης, ότι στις χώρες της Ένωσης διαφέρουν οι φορολογικές πολιτικές με αποτέλεσμα στη Δυτική Ευρώπη να μειωθούν οι ανισότητες των εισοδημάτων κατά 29% στη δε Νότια Ευρώπη κατά 23% και στην Ανατολική Ευρώπη μόνον κατά 15%.[1]

Υπό τις σημερινές συνθήκες, η ενοποίηση θα πραγματοποιείται βαθμιαία, κατά θέματα. Οι υπάρχουσες υστερήσεις ή οι αναπτυσσόμενες δυναμικές θα οδηγήσουν σε διαφορές επιπέδων ενοποίησης. Το κοινό δίκτυο, που καλύπτει το σύνολο της Ένωσης, θα έχει διαφορετική πυκνότητα κατά θέμα. Η κοινή αγροτική πολιτική υπάρχει εδώ και καιρό. Κοινή φορολογική πολιτική, όμως, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη. Στην πορεία αυτή μπορεί να προκύψουν τόσο ομάδες κρατών που συνεργάζονται μεταξύ τους στενότερα απ’ ό,τι το σύνολο των κρατών, όσο και ειδικές περιπτώσεις κρατών με δικό τους ιδιότυπο καθεστώς.  Το όλο σύστημα θα το διαχειρίζεται τύποις ένα ενιαίο κέντρο, αλλά ουσιαστικά θα το καθοδηγεί ο πυρήνας των οικονομικά ισχυρότερων κρατών και θα το εφαρμόζει με τον τρόπο που θα κρίνει σκόπιμο.  Παράδειγμα αποτελεί η στάση απέναντι στη κινεζική εταιρεία Huawei που εγκαθιστά νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να απαγορεύσουν δραστηριότητές της στην αμερικάνικη αγορά.  Ζήτησαν και από την Ευρώπη μια ανάλογη στάση.  Η Ευρώπη ακολούθησε όμως έναν διαφορετικό δρόμο.  Με πρωτοβουλία της Γερμανίας και της Γαλλίας. δεν επέβαλε απαγόρευση, αλλά με απόφαση του ευρωκοινοβουλίου καθόρισε κανόνες ασφάλειας που θα πρέπει να τηρηθούν σε περίπτωση δραστηριοποίησης της Huawei στην Ένωση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20.6.2019 ανέδειξε τέσσερις βασικές προτεραιότητες για την πολιτική της Ένωσης, την προστασία των πολιτών και των ελευθεριών, την ανάπτυξη μιας ισχυρής και δυναμικής βάσης για τις ενωσιακές δραστηριότητες, την οικοδόμηση μιας κλιματικά ουδέτερης, πράσινης, δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης και την προαγωγή των ευρωπαϊκών συμφερόντων και αξιών στη διεθνή σκηνή.  Η απόφαση αναφέρεται και σε επιμέρους στόχους για την επίτευξη αυτών των αξιών.  Τονίζει την ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής Ένωσης και της ένωσης των Κεφαλαιαγορών.  Αναφέρεται στην ανάγκη σχεδιασμού μιας βιομηχανικής στρατηγικής και την εξασφάλιση δίκαιης και αποτελεσματικής φορολογίας.  Επισημαίνει τη σημασία βελτίωσης των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης όπως και της αύξησης των ερευνητικών προσπαθειών.  Θεωρεί επιβεβλημένη την προώθηση ίσων όρων ανταγωνισμού.  Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής παρουσιάζονται ως υπαρξιακή απειλή που επιβάλλει οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές με στόχο τη «κλιματική ουδετερότητα».  Αναγκαία κρίνεται η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.  Σχετικά με τα κοινωνικά ζητήματα παραπέμπει στον Ευρωπαϊκό Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που περιέχει την καταγραφή των επιδιώξεων της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, όπως π.χ. την ενεργό στήριξη της απασχόλησης και την ισότητα των δύο φύλων.

Η συνέχεια στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπήρξε η συνηθισμένη.  Η πρόοδος στην εφαρμογή των πολιτικών, που δημιουργούν το πλαίσιο της ενοποίησης, υπήρξε βραδύτατη.  Η πολιτική θέληση εκφράζεται μόνο σε δηλώσεις και όχι στην πράξη.  Το άλλοθι παρέχουν οι χώρες με συντηρητικές εθνικιστικές κυβερνήσεις όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία που καλλιεργούν το φόβο της αποξένωσης από τις εθνικές παραδόσεις.

Το συμπέρασμα από την μέχρι τώρα εξέλιξη της Ένωσης και της παγκοσμιοποίησης είναι ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί θα πρέπει να επιδιώξουν σταθερά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κράτους και τη συμβίωση και συνέργεια των διάφορων εθνικών τους πολιτισμών.  Πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, εάν θέλουν να έχουν όποια επιρροή στην ημερήσια διάταξη της παγκόσμιας πολιτικής και στην επίλυση παγκοσμίων προβλημάτων.  Η παραίτηση από την ευρωπαϊκή ενοποίηση θα σημάνει και το τέλος της οποιαδήποτε επιρροής τους στη παγκόσμια ιστορία.

[1] Le Monde 3.4.2019