To 2002 οι 13 από τους 15 ηγέτες που αποτελούσαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέρχονταν απ’ την κεντρο-αριστερά. Ήταν η κορύφωση μιας ένδοξης πορείας της κεντροαριστεράς, που στις πολλές δεκαετίες της μεταπολεμικής επιρροής της, είχε καταφέρει να εμπεδώσει τη δημοκρατία και να αμβλύνει την «πάλη των τάξεων». Ακολούθησε ο κατήφορος και η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Το 2021 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 μελών, κεντροαριστερές κυβερνήσεις επανήλθαν στην Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Μάλτα, εκτός απροόπτου στην Πορτογαλία και τη Γερμανία, επίσης (εκτός ΕΕ) στη Νορβηγία.
Στη σχεδόν εικοσαετία που μεσολάβησε, η χρηματοπιστωτική κρίση και τα παρελκόμενά της (υψηλή ανεργία, χαμηλό ΑΕΠ, αυστηρά προγράμματα περικοπών των δημόσιων δαπανών, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους) εξασθένισαν δραματικά την επιρροή της κεντροαριστεράς στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τροφοδότησαν τις δυνάμεις που βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Διότι αυτές οι συνέπειες της κρίσης, σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση και η μεταναστευτική ροή, διάχυσαν μιαν ανησυχία στον κόσμο, τους καρπούς της οποίας έδρεψαν τα ακροδεξιά σχήματα. Απ’ αυτή την ανησυχία επωφελήθηκαν επίσης τα αντι-συστημικά κινήματα, που στρέφονται κατά της παγκοσμιοποίησης και τελικά κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι λαϊκιστικές ιαχές κατά της ένταξης στις ευρωπαϊκές δομές μεταναστών από τρίτες χώρες, εξάλλου συνδέθηκαν με τα έντονα προβλήματα της απασχόλησης, της υπογεννητικότητας και του κοινωνικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο αφομοιώθηκε εύκολα η ρητορική, πως οι μετανάστες ευθύνονται σε σοβαρό βαθμό για τη μείωση των θέσεων εργασίας, την έλλειψη στέγης, τον περιορισμό των θέσεων σε διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη μείωση των κοινωνικών παροχών.
Μέχρι την εκδήλωση της πανδημίας επομένως, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν στρίψει κατά πλειοψηφία προς τα δεξιά και ο δημόσιος διάλογος ακολουθούσε τη «δεξιά ατζέντα», η οποία σε αρκετές περιπτώσεις είχε αλλοιωθεί απ’ τον ακροδεξιό λόγο – καθώς κυριαρχούσε με έντονο τρόπο η θεματολογία των «προβλημάτων» της μετανάστευσης, της εσωτερικής ασφάλειας/εγκληματικότητας και της εθνικής ταυτότητας.
H κρίση του κορωνοϊού δημιούργησε καινούργια δεδομένα – μεταξύ άλλων διεύρυνε τις ανισότητες. Υπολογίζεται ότι 100-150 εκ. άνθρωποι στον κόσμο επανήλθαν σε καταστάσεις απόλυτης και ακραίας φτώχειας, ενώ στην Αφρική, την Ινδία, τη Λατινική Αμερική η κρίση έγινε πολυδιάστατη: υγειονομική, οικονομική και ανθρωπιστική.
Οι ανισότητες εκδηλώθηκαν εξάλλου και στο εσωτερικό μιας χώρας, ανάμεσα σε κλάδους που πλήττονται περισσότερο και άλλους που ευνοήθηκαν από την κρίση ή ανάμεσα σε κατηγορίες εργαζομένων (τεχνολογικά καταρτισμένοι/ψηφιακά αναλφάβητοι). Χαρακτηριστικά, σε ανάλυση των Financial Times αναφέρθηκε, ότι «στη Βρετανία, κάτοικοι των άπορων περιοχών που αποτελούν το 10% της επικράτειας, εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν από κορωνοϊό 4 φορές περισσότερες από τους κατοίκους των εύπορων περιοχών» (FT 6/09/2021).
Στη διάρκεια της πανδημίας επίσης, οι πολίτες αναζήτησαν την προστασία της Πολιτείας και των δημοσίων υπηρεσιών, εκτιμήθηκε η κοινή ευρωπαϊκή ομπρέλα και περιορίστηκε η ρητορεία του εθνικισμού. Έγινε σε όλους σαφές, ότι η προμήθεια υγειονομικού υλικού και ο εφοδιασμός με εμβόλια στην ΕΕ υπήρξε επαρκής, διότι η εφοδιαστική ροή βασίστηκε στη συνεργασία και όχι στις μονομερείς συναλλαγές.
Η νίκη του Τζό Μπάϊντεν εξάλλου (σε συνδυασμό με τον έλεγχο των δύο νομοθετικών σωμάτων απ’ το Δημοκρατικό Κόμμα), εκτιμήθηκε ότι σε ένα σημαντικό βαθμό επηρεάστηκε από την επιθυμία του εκλογικού σώματος για ενδυνάμωση των θεσμών και των κοινωνικών παροχών.
Συνοπτικά, σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες αβεβαιότητας και κοινωνικής ανησυχίας τα κεντρο-αριστερά κόμματα ευνοούνται, αφού βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι το κοινωνικό κράτος. Γιατί επίσης, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στη σύνοδο του Πόρτο (8/5/2021), «η οικονομική ανάπτυξη έχει σημασία, μόνο αν βελτιώνει την καθημερινότητα των ανθρώπων». Γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ένα στα τέσσερα παιδιά της ΕΕ, κινδυνεύει από κοινωνικό αποκλεισμό. Γιατί «κοινωνικός αποκλεισμός» σημαίνει διαλυμένες οικογένειες, προβλήματα υγείας και ψυχολογικής ανισορροπίας, εξαρτήσεις και χαμηλό προσδόκιμο ζωής, σημαίνει δηλαδή ότι ζούμε πλάι σε ένα εκρηκτικό υλικό που μπορεί να πυροδοτήσει κοινωνικές αναταραχές κι εκρήξεις.
Μαθαίνοντας απ’ τα λάθη της, η σημερινή σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να διευρύνει την εκλογική της βάση και με πραγματισμό να αναπτύξει τη βαθειά μεταρρυθμιστική ταυτότητά της. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται από τους όρκους αφοσίωσης στο ένδοξο παρελθόν της. Πρέπει να εξελιχθεί, να εκσυγχρονιστεί, να χαράξει με δυναμισμό τις νέες προοπτικές της.
Η σύγχρονη κεντροαριστερά πρέπει να συνδέσει την κλιματική κρίση με την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μετανάστευση με τις ανακατατάξεις του εργατικού δυναμικού και τον εμπλουτισμό του με νέες δεξιότητες, την καινοτομία και την έρευνα με την κοινωνική πολιτική και την αναπτυξιακή στρατηγική. Θα πρέπει να ανακτήσει την ικανότητά της να επιβάλει την ατζέντα της σε ένα πολιτικό τοπίο που ταχύτατα μεταμορφώνεται.
Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι αν είχε χαρακτηριστεί «πρόωρη» η έκδοση της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της σοσιαλδημοκρατίας προ 20ετίας, εξίσου «πρόωρη» μπορεί να είναι η εκτίμηση της αναγέννησής της. Η επανάκαμψή της σε διάφορες χώρες είναι ευοίωνη, αλλά αυτή η εξέλιξη συνοδεύεται από εθνικές ιδιαιτερότητες. Αναμφίβολα ωστόσο, η επιτυχία του Όλαφ Σόλτς σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, στο κέντρο της Ευρώπης, θα δώσει ένα δυναμισμό στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού και επανόδου της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Κυρίως επαναφοράς της έννοιας της κοινωνικής συνοχής, που είναι μια κεντρική αξία της σοσιαλδημοκρατίας. Διότι τελικά, ο «τετραγωνισμός του κύκλου» (όπως είχε αποκληθεί το εγχείρημα οικοδόμησης της ΕΕ), το ευρωπαϊκό μοντέλο δηλαδή στον πυρήνα του έχει το συνεκτικό τρίπτυχο της σοσιαλδημοκρατικής ταυτότητας: δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας, κοινωνικά δικαιώματα και οικονομική ανάπτυξη/ευημερία.