Οι οικονομικές προοπτικές μιας χώρας προκύπτουν από ένα άθροισμα εκτιμήσεων που συνδέονται με αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες – με τις ευρύτερες συνθήκες του οικονομικού περιβάλλοντος αφενός, και με τις ιδιαίτερες συνθήκες-δυνατότητες αξιοποίησής τους από μια χώρα αφετέρου. Στον ευρύτερο περίγυρο έχουμε ενεργές ορισμένες εστίες αστάθειας. Η εξέλιξη της πανδημίας και τα οικονομικά φαινόμενα που συνδέονται μ’ αυτήν (αύξηση της ανεργίας, αύξηση των ανισοτήτων, ανακατατάξεις στην αγορά εργασίας, πανδημικός πληθωρισμός), αλλά και η κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας, που ως συνέπεια μπορεί να έχει τον εκβιαστικό περιορισμό στην τροφοδοσία της Ευρώπης με φυσικό αέριο από τη Ρωσία (σε μια συγκυρία μάλιστα που το ενεργειακό κόστος είναι ήδη ακριβό λόγω της Πράσινης Μετάβασης), μπορεί να δημιουργήσουν μία δίνη εξαιρετικά αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων. Παράλληλα έχουμε ορισμένες θετικές εξελίξεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που διαχειρίστηκε αμήχανα και ενίοτε λανθασμένα την οικονομική κρίση, ανταποκρίθηκε έγκαιρα και σωστά, τόσο στη νομισματική πολιτική όσο και στη δημοσιονομική. Και αυτό είναι ένα πρώτο, σημαντικό βήμα, προς γενικότερη δημοσιονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπως σωστά επεσήμανε κι ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Σε αυτό το θολό σκηνικό της επόμενης μέρας, ας δούμε ποιος θα έπρεπε να είναι ο βηματισμός της Ελλάδας ώστε να οικοδομήσει βήμα βήμα το μέλλον της. Η χώρα μας έχει το πλεονέκτημα να στέκεται σ’ ένα ασφαλές έδαφος: το ευρώ. Η ασφάλεια του νομίσματος είναι το αναγκαίο θεμέλιο πάνω στο οποίο μια χώρα μπορεί να οικοδομήσει τη διεθνή της αξιοπιστία, τη διεθνή της παρουσία και τελικά την ευημερία της.
Με αυτό το «κλειδί» στα χέρια της, εξάλλου, η Ελλάδα «πέτυχε» τη ροή περίπου 32 δισ. ευρώ από την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μπόρεσε να αποζημιώσει επιχειρήσεις και εργαζόμενους που ταλαιπωρήθηκαν απ’ την πανδημία. Σήμερα η Ελλάδα (όπως και άλλες χώρες) δοκιμάζεται από τον πληθωρισμό. Αιτίες είναι η πανδημία και η διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας που προκάλεσε αύξηση των τιμών, οι κακοκαιρίες που έπληξαν τη χώρα και η πίεση στις ενεργειακές τιμές. Οι ευρωπαϊκοί κανόνες όμως υπαγορεύουν την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας των τιμών, με άλλα λόγια στοχεύουν σε έναν πληθωρισμό της τάξης του 2% μεσοπρόθεσμα. Το σπιράλ αυξήσεων που εκδηλώνεται, πρέπει επομένως να ελεγχθεί και να υπάρξει συστηματικός έλεγχος από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο χαμηλός πληθωρισμός κράτησε χαμηλά τα επιτόκια. Αν αυτά αυξηθούν, θα πρέπει να εξασφαλισθεί και η στατιστική άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης, ώστε να καλύπτεται το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Κυρίως όμως, σε τούτες τις αντίξοες συνθήκες, η Ελλάδα εξασφάλισε την «ομπρέλα» του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ένωσης. Η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας είναι τώρα η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αγγίζουν περίπου τα 31 δισ. σε τιμές του 2018 και θα μπορούν να διευκολύνουν τον μετασχηματισμό του παραγωγικού της μοντέλου εάν υπάρξει σωστή χρήση. Αυτός πρέπει να είναι ο εθνικός μας στόχος, όπως είναι και ο στόχος του Ταμείου -που συγκροτήθηκε ακριβώς για να υποστηρίξει τη μετάβαση: α) στην ψηφιακή οικονομία, β) στην πράσινη οικονομία και γ) στην οικονομία της γνώσης, η οποία περιλαμβάνει τη διασύνδεση/αξιοποίηση της έρευνας, της καινοτομίας, της εκπαίδευσης/κατάρτισης και εκείνης της επιχειρηματικότητας, που αξιοποιεί όλα τα προηγούμενα. Για να επιτευχθεί τούτος ο στόχος χρειάζεται δουλειά – συνεκτικά προγράμματα, προτάσεις, αξιολογήσεις, καθορισμός προτεραιοτήτων και μηχανισμός υλοποίησης στην εφαρμογή (που είναι πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα). Με δεδομένες τις δυσκολίες που συνάντησε η χώρα μας στην υλοποίηση του προηγούμενου ΕΣΠΑ (Εθνικού Συμβουλίου Ποιότητας για την Ανάπτυξη) και την καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του, είναι προφανής ο κίνδυνος: να παρέλθει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που μας προσφέρεται τώρα! Οι ανάγκες είναι δεδομένες, τα λεφτά υπάρχουν και πρέπει με επάρκεια και ταχύτητα να αναδείξουμε και τα προγράμματα που θα τα αξιοποιήσουν. Αυτό είναι ένα στοίχημα με πολλούς συμμετέχοντες. Πρέπει τόσο να τρέξουν πολιτικές και προγράμματα, όσο και να ενεργοποιηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Θα πρέπει να προτείνουν και να υλοποιήσουν. Από την «κούρσα» αυτή θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της χώρας μας – στην απασχόληση και την ανάπτυξη.